- μαρισκάλδος
- μαρισκάλδος και μαρισκάλκος, ὁ (Μ)βλ. μαρισκάλκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαρισκάλκος — και μαρισκάλδος, ὁ (Μ) ανώτερος αξιωματούχος τής φραγκικής Αυλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. mariscalcus] … Dictionary of Greek